- γιατάκι
- τό1) постель, кровать; 2) ночлег, кров, пристанище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιατάκι — το (λ. τουρκ.) 1. στρώμα, κρεβάτι: Κουλουριάστηκε στο γιατάκι του. 2. κατάλυμα, τόπος διαμονής: Δε βρήκε γιατάκι για να περάσει τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιατάκι — το 1. κρεβάτι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yatak] … Dictionary of Greek
iatac — IATÁC, iatacuri, s.n. 1. (reg.) Cameră (mică) de culcare; dormitor, budoar. 2. (înv.) Pat. [var.: ietác s.n.] – Din tc. yatak. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 IATÁC s. v. cameră de culcare, dormitor, pat … Dicționar Român